Κάτοικος περνάει δίπλα από καμένα αυτοκίνητα στο Μάτι, Τρίτη 24 Ιουλίου 2018. Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης κηρύχθηκαν οι περιφερειακές ενότητες της Ανατολικής και Δυτικής Αττικής μετά τις πυρκαγιές που έπληξαν τις περιοχές. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Ελήφθη η πρώτη απόφαση για την αποζημίωση θυμάτων από το ελληνικό Δημόσιο, βάσει της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο επιδίκασε αποζημίωση 300.000 ευρώ σε πέντε συγγενείς νεκρής 77χρονης κατοίκου Nέου Bουτζά. Το δικαστήριο αναγνώρισε ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για το γεγονός ότι δεν πραγματοποίησε έγκαιρη εκκένωση των κατοίκων του Νέου Βουτζά, έτσι ώστε να μην θρηνήσουμε θύματα. Εκκρεμούν πολλές ακόμη αγωγές.

Την ίδια ώρα συνεχίζονται οι συγκλονιστικές καταθέσεις των συγγενών των 104 νεκρών και των εγκαυματιών που έζησαν τον εφιάλτη στην εθνική τραγωδία του Ματιού.

Ο Δημήτρης Κατσουλάκης έχασε όλη του την οικογένεια. Τον 24χρονο αδερφό του, την 47χρονη μητέρα του, τον 50χρονο πατέρα του και την γιαγιά του. Όταν τους έχασε, ήταν 17,5 χρόνων. Είναι ο νεαρότερος μάρτυρας που καταθέτει.

Σώθηκε επειδή έλειπε στην Κρήτη.

«Είχα κατέβει στην Κρήτη. Ήταν τύχη που δεν ήμουν εδώ. Μου ‘ρθε χαρτί σπίτι ότι ήταν απανθράκωση. Δεν ήξερα τίποτα. Ήταν πολύ σκληρό πράγμα. Αυτό το πράγμα ήταν αδιανόητο. Μόνο ένα χαρτί, απανθράκωση. Έπρεπε να το αποδεχτώ. Δεν είχα άλλη επιλογή. Ρωτούσα άλλους ανθρώπους. Από τύχη έλειπα. Θα ‘μουν μαζί τους σήμερα. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν. Έπρεπε να κάνουν κάτι μόνοι τους. Άλλοι τα κατάφεραν. Άλλοι δεν τα κατάφεραν. Μετά έπρεπε να βρω τη δύναμη να συνεχίσω», είπε ο Δημήτρης.

Λίγο νωρίτερα είχε καταθέσει η θεία του Δημήτρη, Μαρία Αβραμίδου, που επίσης έχασε πολλά μέλη από την οικογένειά της.

«Από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε χωρίς την οικογένειά μας. Έμεινε ένα παιδί ορφανό το οποίο μού είπα, «τι θα κάνω». Την ημέρα της κηδείας ήταν η ημέρα των γενεθλίων του. Είχαμε μπροστά μας 4 λευκά φέρετρα», είπε η κ. Αβραμίδου συγκλονίζοντας το ακροατήριο.

Η Ανδριανή Καλαγιαννάκη έχασε τον γιο, τον αδελφό και τους γονείς της. Έκανε λόγο για δόλο, κυνικότητα και προσωπικές φιλοδοξίες των κατηγορουμένων.

Ο Δημοσθένης Βονικόπουλος, έχασε τον αδερφό του στις φλόγες, ενώ κινδύνευσε και η οικογένεια του.

Τη φρίκη έζησε και η σύζυγος του με την κόρη τους οι οποίες σώθηκαν από θαύμα καθώς η φωτιά έφτασε έξω από το σπίτι τους.

«Οι ψαράδες μας έδωσαν υψηλό μάθημα ανθρωπιάς. Περισυνέλεξαν την κόρη μου. Πήγα να τους ευχαριστήσω και δεν δέχθηκαν ούτε ένα συμβολικό αντίτιμο», είπε συγκινημένος και συνέχισε λέγοντας πως η κόρη του έχει ψυχολογικά προβλήματα.

«Την αναστένουμε βήμα βήμα», είπε κλαίγοντας και συμπλήρωσε πως «δεν μπορεί να δει ούτε φωτιά σε τζάκι».

Η Ελένη Κουτσίκου είπε πως αναζητούσε μέσα στον πανικό το παιδί της. «Μπήκα στη θάλασσα και άρχισα να ψάχνω το παιδί μου. Να φωνάζω με όλες μου τις δυνάμεις. Δεν μπορούσα να το βρω. Με πήρε το κύμα μέσα» είπε και συνέχισε: «Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Πεντακόσια άτομα ήταν εκεί… Κολυμπούσα τέσσερις ώρες. Όταν βγήκα στην ακτή μας πήρε το θερμικό κύμα και μας έκαιγε τα μαλλιά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, μαυρίσαμε. Δυστυχώς ζήσαμε τραγικές καταστάσεις».

Η γυναίκα περίγραψε εικόνες αποκάλυψης όταν βγήκαν στην ακτή ενώ συνέχισε να ψάχνει το παιδί της. «Καίγονταν πενήντα αυτοκίνητα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Μπήκα στη θάλασσα και συνέχισα να ψάχνω την κόρη μου. Ο κουνιάδος μου εκ των υστέρων έμαθα ότι τον πήρε το κύμα και πνίγηκε». Το παιδί της, όπως είπε, «βγήκε από την άλλη πλευρά». «Κολυμπούσε τρεις τέσσερις ώρες. Πυροσβεστική, αστυνομία, περιφέρεια δεν υπήρχε. Δήμος πουθενά, ενημέρωση καμία. Ο κόσμος πανικόβλητος. Υπήρχαν καμένοι που κολυμπούσαν… Όταν βγήκαμε στην Ραφήνα δεν υπήρχε ούτε ένα λεωφορείο. Προσπαθούσαμε ο ένας με τον άλλον. Με έψαξε και με βρήκε μια ξαδέλφη μου η οποία επέστρεφε από την Τήνο».

Συγκλονιστική ήταν η αναφορά της στον παραπληγικό κουνιάδο της που παγιδεύτηκε, καθώς η γυναίκα που τον βοηθούσε δεν κατάφερε να τον μεταφέρει στη θάλασσα.

«Τον άφησε η οικιακή βοηθός σε ένα σπίτι πάνω σε ένα βρεγμένο σεντόνι. Η φωτιά πέρασε από πάνω του, κάηκε το χέρι του. Έζησε έξι μήνες… Υπήρχαν άνθρωποι που με κίνδυνο της ζωής τους πέρασαν μέσα από τις φωτιές αλλά η αστυνομία πουθενά. Ψάξαμε για τον κουνιάδο μου δεν τον βρήκαμε. Οι αρχές ήταν απούσες...» κατέθεσε η μάρτυρας η οποία τόνισε πως ήταν ο γιος του κουνιάδου της που, παραβιάζοντας τις απαγορεύσεις, κατάφερε να τον εντοπίσει και να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητό του.

Η νεαρή Αγγελική Γαβάκη έχασε τη μητέρα της στο Μάτι, ήταν 46 ετών και η σορός της βρέθηκε λίγα μέτρα από το σπίτι τους. «Τη χτύπησε το θερμικό κύμα στη γωνία του σπιτιού. Τη χτύπησε η φωτιά , δεν πρόλαβε… Ήταν 46 ετών, νεότατη, θα μπορούσε να τρέξει αν είχε ειδοποιηθεί», είπε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη και συνέχισε: «Στη γωνία του σπιτιού ήταν το πτώμα της, δεν είχε προλάβει να πάρει τίποτα μαζί της…».

Η μάρτυρας υπογράμμισε το γεγονός ότι η μητέρα της δεν είχε καμία βοήθεια και σημείωσε πως το σπίτι τους απείχε 10 λεπτά από τη θάλασσα. «Θα μπορούσε να είχε γλιτώσει … Γιατί δεν τους είπε κανείς τίποτα; Γιατί δεν ενημέρωσε κανείς; Ένα τέταρτο νωρίτερα να είχε ενημερωθεί και θα είχε γλιτώσει και χάθηκε έτσι μια ζωή και πόσες άλλες…», ανέφερε και απευθυνόμενη στους δικαστές είπε: «Μακάρι να αποδοθεί δικαιοσύνη, ήταν άδικο να πεθάνει με αυτό τον τρόπο. Σε κανέναν δεν αξίζει αυτό… Δεν πρόλαβε να βγει από το σπίτι».

Η διαδικασία συνεχίζεται.

Ρεπορτάζ: Άννα Βλαχοπαναγιώτη

πηγή:ertnews.gr

Discover more from

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading